εὐαγέστατον

εὐαγέστατον
εὐαγής 1
free from pollution
masc acc superl sg
εὐαγής 1
free from pollution
neut nom/voc/acc superl sg
εὐαγής 2
free from pollution
masc acc superl sg
εὐαγής 2
free from pollution
neut nom/voc/acc superl sg
εὐᾱγέστατον , εὐαγής 3
free from pollution
masc acc superl sg
εὐᾱγέστατον , εὐαγής 3
free from pollution
neut nom/voc/acc superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επίκλη — ἐπίκλη, ή (AM) 1. (κατά τον Ησύχ.) επίκληση, επωνυμία χρησιμοποιείται μόνο στην αιτ. στην έκφραση ἐπίκλην ἔχω ονομάζομαι, καλούμαι, έχω ονομασία («ἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», Πλάτ.) 2. (η αιτ. ως επίρρ.) ἐπίκλην α) κατ’ επίκληση, με την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”